γάζα

γάζα
γάζα [γᾱ], ,
A treasure, Thphr.HP8.11.5, OGI54.22(iii B. C.), Epigr. ap.Str.14.1.39, LXX 2 Es.5.17, Act.Ap.8.27, etc.; ἐκ τῆς βασιλικῆς γ. D.S.17.35.
II large sum of money, Plb.11.34.12. (Persian word.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γάζα — γάζᾱ , γάζα treasure fem nom/voc/acc dual γάζᾱ , γάζα treasure fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάζα — (Ghazzah, αρχ. Άζα). Πόλη (367.388 κάτ. το 1997) στα κατεχόμενα εδάφη της νότιας Παλαιστίνης, χτισμένη σε ύψωμα, σε απόσταση 4 χλμ. από τη θάλασσα, όπου βρίσκεται και το λιμάνι της. Αρχαία πόλη των Φιλισταίων, είναι χτισμένη σε θέση κλειδί πάνω… …   Dictionary of Greek

  • γάζα — η 1. αραιοϋφασμένο διάφανο ύφασμα, τούλι. 2. αποστειρωμένη υφασμάτινη ταινία που χρησιμεύει στην επίδεση τραυμάτων: Έδεσε το τραύμα με γάζες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γάζας — γάζᾱς , γάζα treasure fem acc pl γάζᾱς , γάζα treasure fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάζαι — γάζα treasure fem nom/voc pl γάζᾱͅ , γάζα treasure fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάζαν — γάζᾱν , γάζα treasure fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάζαις — γάζα treasure fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάζη — γάζα treasure fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάζης — γάζα treasure fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάζῃ — γάζα treasure fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”